- ευλείαντος
- εὐλείαντος, -ον και εύλέαντος, -ον (Α)αυτός που λειοτριβείται, που κονιορτοποιείται ή που συνθλίβεται εύκολα («εὐλείαντος τροφή», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειαντός (< λειαίνω < λείος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευλείωτος — εὐλείωτος, ον (Α) ευλείαντος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειωτός (< λειώ < λείος)] … Dictionary of Greek